- Βανάτο
- I
(Banato). Ιστορική περιοχή της Δουναβοκαρπαθικής Ευρώπης, η οποία με τη συνθήκη του Τριανόν (1920) διαμοιράστηκε μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας. Είναι σχεδόν ολόκληρο πεδινό, εκτός από το ανατολικό τμήμα όπου υψώνονται οι δυτικές διακλαδώσεις των Τρανσυλβανικών Άλπεων. Εκτείνεται μεταξύ των υδάτινων ρευμάτων του Μούρες ή Μάρος στα Β και του Δούναβη στα Ν, μεταξύ του κάτω Τίσα στα Δ και του άνω Τίμις στα Α. Ο πληθυσμός του Β. αποτελείται από διάφορες εθνότητες, μεταξύ των οποίων επικρατούν οι Σέρβοι, οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι και οι Γερμανοί, απόγονοι των μεγάλων ομάδων γεωργών που είχαν έρθει να αποικίσουν την περιοχή τον 18ο και 19o αι., όταν έγινε η μεθοριακή στρατιωτική ζώνη της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.Κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία (σιτάρι, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα, αμπέλια και καπνός), η κτηνοτροφία (κυρίως βοοειδή), η εξαγωγή πετρελαίου καθώς και διάφορες βιομηχανίες (τροφίμων, χημική, δερμάτων, αλευρόμυλων, μηχανουργική, ξυλείας και διύλισης πετρελαίου) που οι περισσότερες είναι συγκεντρωμένες στις μεγάλες πόλεις. Η σημαντικότερη από τις πόλεις αυτές είναι η Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ, 324.304 κάτ. το 1998), πρωτεύουσα του νομού Τίμις, στη Ρουμανία.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 820 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στα Δ της πόλης της Ζακύνθου. Αποτελεί έδρα του νέου δήμου Αρκαδίων του νομού Ζακύνθου.
Dictionary of Greek. 2013.